Friday, June 26, 2015

ΓΙΑΤΙ ΑΓΑΠΩ τα νότια-νοτιανατολικά προάστια της Αθήνας


Μετακομίσαμε στη Γλυφάδα από τα Πατήσια στην αρχή της  τετάρτης δημοτικού. Όμως, μπορώ να πω ότι είμαι παιδί των νοτίων προαστίων. Και παρότι αυτό μπορεί να ηχεί άσχημα σε κάποιους, που έχουν ίσως πολύ συγκεκριμένη εικόνα για τους «Γλυφαδιώτες» ή τους «Βουλιώτες», δε με πειράζει. Αγαπώ πολύ τα νότια (και νοτιανατολικά προάστια) της Αθήνας και θα καταλάβετε γιατί ευθύς αμέσως.

Αν αγαπώ τα νότια, δεν είναι γιατί έχουν πολύ καλές αγορές (με κορυφαία της Γλυφάδας ως προς το μέγεθος, αλλά πολύ ενδιαφέρουσες και εκείνες του Ελληνικού και της Βούλας). Δεν είναι, ακόμα, γιατί δίνουν πολυάριθμες επιλογές για φαγητό, καφέ και βραδινές εξόδους, μιας και συνυπάρχουν, σε απόσταση λίγων λεπτών, η μπιφτεκούπολη της Γλυφάδας, τα βλάχικα της Βάρης, οι ψαροταβέρνες του Καβουρίου και οι πιο εκλεπτυσμένες επιλογές για φαγητό στη Βουλιαγμένη, αλλά και σε Γλυφάδα/Βούλα. Ούτε τα αγαπώ γιατί το βράδυ, υπάρχει κάτι για όλους: μπαράκια, θορυβώδη ή πιο ήσυχα, ζωντανή ελληνική ή ξένη μουσική, κλπ.

Αν αγαπώ τα νότια, είναι γιατί νωρίς το πρωί, μπορώ να κατεβώ στην παραλία της Γλυφάδας ή της Βάρκιζας και να πω μια καλημέρα  με τους ψαράδες, ασχέτως αν θέλω ή όχι να αγοράσω φρέσκα ψάρια. Επίσης, μπορώ να καθαρίσω το μυαλό μου όποια ώρα της μέρας το θελήσω, κάνοντας έναν περίπατο πάνω στο κύμα (Βάρκιζα, Καβούρι-μοναδικό μονοπάτι, Βουλιαγμένη-Λαιμός, Βούλα, Γλυφάδα).

Εναλλακτικά, μπορώ να ανεβώ προς τον Υμηττό και να περπατήσω εκεί. Και αν είμαι τυχερή, μπορεί να συναντήσω κάποια από τις αλεπούδες που συχνά-πυκνά κατεβαίνουν στις κατοικημένες περιοχές ψάχνοντας για φαγητό στα σκουπίδια... ή κάποιο περίεργο πτηνό, όπως μια φορά που είχα δει ένα τεράστιο μαύρο πουλί που ήταν σε μέγεθος σαν εξάχρονο παιδί (!).

Κι αν θελήσω κόσμο, παρέα, βαβούρα, ψώνια, είναι μόλις 5 λεπτά μακριά. Κι όταν λέμε κόσμο, εννοούμε πραγματικά «κόσμο», από παντού, από διάφορες περιοχές της Αθήνας, αλλά και τουρίστες, από διάφορες χώρες.

Αν, πάλι, θελήσω κολύμπι ή θαλάσσια σπορ, όλα είναι στα πόδια μου. Σε πόσες πόλεις στον κόσμο οι κάτοικοι έχουν την ευκαιρία να κολυμπούν, να κάνουν θαλάσσιο σκι, wind surf ή καγιάκ, σε απόσταση 10 λεπτών από το σπίτι τους; Εδώ την έχουμε αυτή τη δυνατότητα, και κάποιοι κολυμπούν χειμώνα-καλοκαίρι. Και τα παιδιά μας μπορούν, εκτός από τις παιδικές χαρές, να παίξουν και στην παραλία, να πετάξουν βότσαλα και να εισπνεύσουν ιώδιο 365 μέρες το χρόνο.

Κι εκεί κατά το σούρουπο, μπορώ να κοιτάξω προς τη θάλασσα, από όπου κι αν βρίσκομαι, και να απολαύσω ένα από τα μαγευτικά ηλιοβασιλέματα του Σαρωνικού. 


Να, γι’αυτό αγαπώ τα νότια. Γιατί όσα κάποιοι απολαμβάνουν στις διακοπές τους, εμείς τα απολαμβάνουμε συνέχεια. Ελπίζω, μόνο, να τα προσέχουμε και να τα φροντίζουμε τα νότια. Και να τα παραδώσουμε στις επόμενες γενιές καλύτερα από ό,τι τα παραλάβαμε εμείς.




Υ.Γ. Όλες οι φωτογραφίες έχουν τραβηχθεί με το κινητό μου και δεν έχουν πειραχθεί καθόλου.

Wednesday, June 3, 2015

ΓΙΑΤΙ ΑΓΑΠΩ ΤΟΥΣ SUEDE

Ήταν Ιούνιος του 1995 και λίγο πριν κλείσω τα 20, θα παρακολουθούσα την πρώτη μου συναυλία. Το συγκρότημα δεν το πολυήξερα μέχρι λίγες μέρες πριν τη συναυλία, οπότε κάθισα με επιμέλεια και άκουσα τους 2 δίσκους που είχε βγάλει μέχρι τότε: Suede λεγόταν ο πρώτος, ομότιτλος με το συγκρότημα, και Dog Man Star ο δεύτερος.
Ενδιαφέρων ο ήχος, μια θάλασσα που έρρεε η φωνή του τραγουδιστή, ωραίες κιθάρες, αλλά λίγο σκληροί στίχοι σε κάποια τραγούδια, τουλάχιστον για κάποιον με τη δική μου τότε αθωότητα. Παρόλα αυτά, κάποια τραγούδια με κέρδισαν και μεταξύ αυτών, το So Young  και το Animal Nitrate από τον πρώτο δίσκο και το Asphalt World από το δεύτερο, που σε καμία περίπτωση δεν ξέφευγαν από την προαναφερθείσα  «σκληρότητα» των στίχων. Επίσης, από το Dog Man Stars, βρήκα  εξαιρετικό το The two of us και άκρως ξεσηκωτικό το We are the pigs.
Φτάνοντας στο χώρο της συναυλίας, δεν συνάντησα κόσμο σαν αυτό που είχα συνηθίσει να βλέπω ή να συναναστρέφομαι και το πλήθος ήταν σχετικά ανομοιογενές, κάτι που μου δημιούργησε πολύ ανάμεικτα συναισθήματα. Συναισθήματα που συνεχίστηκαν όταν εμφανίστηκε στη σκηνή το περίεργο πλάσμα που ακούει στο όνομα Brett Anderson (ο τραγουδιστής). Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά ότι ήταν εξαιρετικά αδύνατος, είχε ασυνήθιστο κούρεμα, φορούσε πολύ κολλητά ρούχα και περπατούσε εντελώς ατσούμπαλα και περίεργα. Και όμως, αυτό το αξιοπερίεργο πλάσμα  εξαφάνισε σε λίγα δευτερόλεπτα όλες τις αμφιβολίες μου, μόλις άνοιξε το στόμα του και άρθρωσε την πρώτη συλλαβή.
Και παρότι αυτή η περίεργη κίνησή του συνεχίστηκε και όταν χόρευε επί σκηνής, ήταν απολύτως σαγηνευτικός και μαγνητικός, ένα ξωτικό χωρίς σαφές φύλο, αλλά με σαφέστατη μουσικότητα και εκείνη τη θάλασσα για φωνή, που σε έπαιρνε και σε πήγαινε όπου ήθελε εκείνη. Με ύφος προκλητικό έως και αυθάδες, ο Brett κοιτούσε κατάματα όλους μας και έναν-έναν ξεχωριστά, σαν να μας έλεγε «αυτοί είμαστε, αν σας αρέσει», ενώ ταυτόχρονα λικνιζόταν μαγικά εντός και εκτός ρυθμού.
Το ίδιο μαγικά, το ανομοιογενές πλήθος είχε σε λίγα λεπτά ομοιογενοποιηθεί,
αποδεικνύοντας ότι η μουσική όχι απλώς ενώνει, αλλά καταδεικνύει πόσο άστοχος είναι ο διαχωρισμός και χαρακτηρισμός των ανθρώπων με βάση την εμφάνισή τους.
Μετά τη συναυλία, λάτρευα πλέον τους Suede. Τους λάτρευα για την μοναδικότητα του Brett, για την ελαφρώς έρρινη, ασύλληπτη φωνή του (τόσο σε εύρος με φανταστικές ψεύτικες, όσο και σε ένταση), για τον ήχο της κιθάρας του Bernard Butler, για την ικανότητά τους να ακροβατούν ανάμεσα στην ωμή αλήθεια και τη λεπτεπίλεπτη ευαισθησία.  

Τα χρόνια πέρασαν, οι Suede διαλύθηκαν το 2003, επανενώθηκαν το 2010, αλλά η ουσία παραμένει. Αποτελούν ένα από τα πιο ανατρεπτικά συγκροτήματα της Βρετανικής σκηνής, που άνοιξαν το δρόμο σε μπάντες όπως οι Placebo, ή (ως ένα βαθμό) οι Muse.

Και με αφετηρία εκείνη τη συναυλία, ανακάλυψα μερικούς ακόμα λόγους για να τους λατρεύω, όπως η διαχρονικότητα του The Wild Ones ή η επιβλητική απλότητα ακουστικών εκτελέσεων όπως αυτή του Still Life (που μάλιστα είναι και σχετικά πρόσφατη -του 2013) ή οι φιλοσοφημένοι στίχοι του Everything will flow: «Nothing lost and nothing gained,  Life is just a lullaby». Tους λατρεύω, ακόμη, επειδή το Dog Man Star συγκαταλέγεται στο Top 5 των αγαπημένων μου δίσκων. Και επειδή έθεσαν, στις 16/6/1995 στο Θέατρο Βράχων, πολύ ψηλά τον πήχη των ζωντανών εμφανίσεων -πολύ θα ήθελα να τους δω ξανά ζωντανά.