Tuesday, December 8, 2015

ΓΙΑΤΙ ΑΓΑΠΩ τον Jim Morrison

Το πλήρες πραγματικό του όνομα ήταν James Douglas Morrison και γεννήθηκε στις 8 Δεκεβρίου του 1943 στο Melbourne της Florida. Δυστυχώς πέθανε πολύ νέος, σε ηλικία 27 μόλις ετών, στις 3 Ιουλίου του 1971 στο Παρίσι. Υπάρχουν πολλές εκδοχές για την αιτία του θανάτου του, καθώς δεν έγινε νεκροψία.
Όλοι τον γνωρίζουμε ως Jim Morrison και ως frontman των ανατρεπτικών Doors, που άφησαν ανεξίτηλο το σημάδι τους στην παγκόσμια μουσική. Το συγκρότημα δημιουργήθηκε το 1965 με ιδρυτικά μέλη τον Morrison και τον Ray Manzarek (πλήκτρα), που στη συνέχεια τους ακολούθησαν οι Robby Krieger (κιθάρα) και John Densmore (ντραμς). Η μουσική των Doors χαρακτηρίζεται ως «ψυχεδελικό ροκ». Μάλιστα, σε μια λίστα με τα πιο «ψυχεδελικά» τραγούδια όλων των εποχών το The End ψηφίστηκε ως νούμερο 1.

Η επίδραση των Doors στην πορεία της παγκόσμιας μουσικής είναι αναμφισβήτητη. Ποιος δεν έχει τραγουδήσει την πραγματικά εξαίσια μελωδία του People are strange; Ποιος δεν έχει ξεσηκωθεί με τον απίστευτο ρυθμό του Hello, I love you; Ποιος δεν έχει ανατριχιάσει με το Light my fire; Ποιος δεν έχει πορωθεί με το Βreak on through; Ποιος δεν έχει χορέψει το L.A. woman

Η μουσική των Doors ήταν πολύ διαφορετική. Μέσα στο ίδιο τραγούδι συχνά αλλάζουν τονικότητες, αλλάζει ο ρυθμός, αλλάζει το ύφος, αλλά το τραγούδι εξακολουθεί να έχει συνοχή! Αυτός ο «ανορθόδοξος» μουσικός δρόμος ίσως να οφείλεται στο ότι ο Morrison δεν ήταν παραδοσιακός μουσικός. Ουσιαστικά, δεν έπαιζε κάποιο όργανο και στις ηχογραφήσεις και τις ζωντανές εμφανίσεις των Doors, τα μόνα όργανα που έπαιζε ήταν οι μαράκες και το ντέφι (εξαίρεση αποτελεί το Orange county suite, στο οποίο παίζει πιάνο-αρκετά απλοϊκά τολμώ να πω). Επίσης, μερικές φορές σφύριζε αυτοσχέδιους σκοπούς. Είχε όμως το πιο σπουδαίο όργανο στη διάθεσή του: την μοναδικά αισθαντική φωνή του. Και μια έντονα σκοτεινή πλευρά, η οποία προφανώς κυριάρχησε στη ζωή του.

Ο Morrison διάβαζε πάρα πολύ, ήταν ουσιαστικά καλλιεργημένος. Η αγάπη του για την ποίηση και τη φιλοσοφία είναι ιδιαίτερα προφανής στη μουσική των Doors. Ήταν εξαιρετικά ευαίσθητος, κάτι επίσης προφανές τόσο στους στίχους του, όσο και στον τρόπο που τραγουδούσε. Αυτή του η ευαισθησία σε συνδυασμό με την ανεξέλεγκτη εκφραστικότητά του τον έκανε απολύτως καθηλωτικό πάνω στη σκηνή.

Αν ζούσε, σήμερα ο Morrison θα γινόταν 72 ετών. Αν ζούσε, μάλλον θα ήταν δυστυχής με όσα συμβαίνουν στον παρανοϊκό πλανήτη μας. Όμως ποιος ξέρει πόσα ακόμα μουσικά αριστουργήματα θα μας είχε κληροδοτήσει αν είχε ζήσει λίγο περισσότερο;  

Tuesday, November 24, 2015

ΓΙΑΤΙ ΑΓΑΠΩ το Ράδιο Αρβύλα

Οφείλω να ομολογήσω ότι εδώ και πάνω από 10 χρόνια, δεν παρακολουθώ συχνά ελληνική τηλεόραση. Ήταν συνειδητή απόφαση να σταματήσω να βλέπω ειδήσεις και προτιμώ να ενημερώνομαι μέσω  Ίντερνετ. Ήταν επίσης συνειδητή απόφαση να διαθέσω σε άλλες δραστηριότητες τον ελεύθερο χρόνο μου. Και παραδέχομαι ότι δυστυχώς δεν έχω βρει κάποιο ελληνικό σήριαλ αντάξιο των «Απαράδεκτων», των «Τριών Χαρίτων»  ή των «Δύο ξένων». Δεν είναι σνομπισμός, μάλλον είναι απογοήτευση και άμυνα. Με λύπη  παραδέχομαι ότι τα συνδρομητικά κανάλια προσφέρουν περισσότερες ενδιαφέρουσες επιλογές, είτε εκπαιδευτικού χαρακτήρα (υπό την έννοια ότι ανοίγει το μυαλό μας παρακολουθώντας τις) είτε ελαφρύτερες.

Υπάρχει, όμως, και μια λαμπρή εξαίρεση, που με κάνει να ξενυχτάω (γιατί για μια μαμά, το να κοιμηθεί περίπου στη 1 ένα βράδυ καθημερινής, είναι ξενύχτι). Κάθε φθινόπωρο, περιμένω πώς και πώς να ξεκινήσει το Ράδιο Αρβύλα-και μου φαίνεται πως κάθε χρόνο ξεκινάει όλο και πιο αργά!  Θα μου πείτε, τι το τόσο διαφορετικό έχει αυτή η εκπομπή;

Δεν είναι μόνο ότι προσφέρει την καλύτερη μορφή ψυχοθεραπείας, δηλαδή το γέλιο, που τόσο το έχουμε ανάγκη σε αυτή την παράλογη εποχή που ζούμε. Δεν είναι μόνο ότι σατιρίζει τα κακώς κείμενα της ελληνικής πραγματικότητας και μας «ξυπνάει», κάνοντάς μας συχνά να δούμε την άλλη όψη του νομίσματος, ή έστω να σκεφτούμε την πιθανότητα ύπαρξης μιας άλλης όψης του νομίσματος. Δεν είναι μόνο ότι δεν κάνει διακρίσεις στο ποιους σατιρίζει, ότι επιδίδεται διαρκώς και στον αυτοσαρκασμό.

Αυτό που τελικά κάνει τη διαφορά είναι ότι πρόκειται για μια εκπομπή ουσιαστικά ανθρώπινη. Βλέποντας το νούμερο ένα στη χθεσινή πρεμιέρα που ήταν αφιερωμένο στη Σαρδέλα, και διαβάζοντας στη συνέχεια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τον αντίκτυπο που είχε αυτό το βίντεο σε όσους παρακολουθούσαν την εκπομπή, συνειδητοποίησα ότι αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά. Η ανθρώπινη διάσταση, το ήθος, η ειλικρινής επικοινωνία μεταξύ μας τόσα χρόνια. Αυτή η μέσω πράξεων παραδοχή ότι πάνω από όλα είμαστε άνθρωποι, ότι δεν μπορούμε παρά να θυμόμαστε και να τιμούμε έναν αγαπημένο συνεργάτη που έφυγε από αυτό τον κόσμο νωρίς, δεν μπορούμε παρά να σεβόμαστε τα δικαιώματα των ανθρώπων και των ζώων, δεν μπορούμε παρά να λυγίζουμε στην απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου ή ζώου, δεν μπορούμε  παρά να βοηθάμε όπου υπάρχει ανάγκη. Δεν μπορούμε παρά να είμαστε άνθρωποι.  

Και πόσο πιο όμορφο είναι που αυτό το μήνυμα περνάει μέσα από μια ευχάριστη εκπομπή, που μας κάνει να διασκεδάζουμε  έστω και με αυτά που μας ενοχλούν, χωρίς βαρύγδουπες δηλώσεις και υποδείξεις.

Δεν μπορούμε παρά να είμαστε άνθρωποι. Ή τουλάχιστον, έτσι θα έπρεπε. Ευχαριστούμε Ράδιο Αρβύλα. 

Monday, November 2, 2015

ΓΙΑΤΙ ΑΓΑΠΩ τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου

Κατάγομαι από τη Χίο. Αγαπώ πολύ τον τόπο μου, θεωρώ ότι είναι από τα πιο όμορφα και αυθεντικά νησιά της Ελλάδας-και με αυτό εννοώ ότι δεν έχει αλλοιωθεί από την κακώς εννοούμενη τουριστική ανάπτυξη.
Με ντροπή παραδέχομαι ότι δεν έχω επισκεφθεί ούτε τη Λέσβο, ούτε τη Σάμο, ούτε την Ικαρία, ούτε τη Λήμνο, ούτε καν τα Ψαρά. Πάντα έχουμε λίγες μέρες, πάντα σκεφτόμαστε την «ταλαιπωρία» του πλοίου από το ένα νησί στο άλλο, πάντα βάζουμε την ξεκούραση πάνω από όλα τα άλλα. Έτσι, κάθε καλοκαίρι που πηγαίνουμε στη Χίο, μένουμε στη Χίο.

Όμως, γνωρίζοντας ανθρώπους που είτε κατάγονται είτε πηγαίνουν για διακοπές σε κάποια από αυτά τα νησιά σταθερά κάθε καλοκαίρι, και από την προσωπική μου πείρα στη Χίο, νομίζω πως οι κάτοικοι του Ανατολικού Αιγαίου είναι τυχεροί. Τους έχει ψήσει η ζωή, τους έχει ψήσει η θάλασσα, τους έχουν ψήσει οι δυσκολίες στις συγκοινωνίες, η έλλειψη γιατρών, ο αποκλεισμός λόγω καιρικών συνθηκών. Τους έχουν κάνει καλύτερους ανθρώπους. Ξέρουν  να στηρίζουν και να βοηθούν ο ένας τον άλλον, και αυτός ο «άλλος» δεν είναι απαραίτητα συντοπίτης τους.

Δανείζομαι μια ιστορία που μου διηγήθηκε φίλη που πέρασε το καλοκαίρι του 2015 στη Λέσβο. Στο μίνι μάρκετ του χωριού όπου παραθέριζε, η ιδιοκτήτρια  της εκμυστηρεύθηκε ότι στο «πίσω δωμάτιο» (δηλαδή στην αποθήκη) έχει πάντα απόθεμα από γυναικεία εσώρουχα και σερβιέτες. «Έρχονται γυναίκες με μωρά, μου κάνουν νοήματα ότι πεινάνε. Τους δίνω διάφορα φαγώσιμα και μετά τις παίρνω στο πίσω δωματιάκι και τους δίνω σερβιέτες και εσώρουχα. Συνήθως τις πιάνουν τα κλάματα.»

Δεν ξέρω αν μόνο για μένα είναι βαθιά συγκινητική αυτή η κίνηση, το να προνοείς για την ανάγκη κάποιου άλλου και να την καλύπτεις χωρίς να στο ζητήσει. Αλλά μάλλον όχι, γιατί διαβάζοντας στο διαδίκτυο για το τι συμβαίνει στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου, για το πώς οργανώνονται οι εθελοντές π.χ. στην Τήλο-χωρίς καμιά κρατική ή άλλη βοήθεια, βλέποντας βίντεο με διασωθέντες πρόσφυγες, θαυμάζοντας τους ψαράδες (μεταξύ τους κάποιοι Χιώτες όπως ο καπτα-Στέφανος Ζαννίκος) που αψηφούν τον καιρό, και έχοντας δει από κοντά την κατάσταση στη Χίο το καλοκαίρι, καταλαβαίνω πως αν δεν υπήρχαν αυτοί οι κάτοικοι των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, θα είχαν χαθεί πολύ περισσότεροι άνθρωποι.

Όλοι εκείνοι που σώζουν, μαγειρεύουν και σερβίρουν, ντύνουν, προμηθεύουν με φάρμακα, γιατρεύουν, προσφέρουν ο καθένας ό,τι μπορεί και όσο μπορεί,  όλοι εκείνοι που αγκαλιάζουν, χαϊδεύουν, φέρονται ανθρώπινα, δίνουν αγάπη σε αγνώστους, όλοι αυτοί δεν είναι ουσιαστικά άνθρωποι;


Νομίζω πως δε μας μένει άλλη επιλογή από το να τους μιμηθούμε. Ο καθένας όπως και όσο μπορεί. Ας ξαναγίνουμε άνθρωποι λοιπόν, ή μάλλον ας γίνουμε λίγο «Αιγαιοπελαγίτες» όσο είναι ακόμη καιρός...Αυτό έκαναν άλλωστε εθελοντές από άλλες περιοχές, από άλλες χώρες, που έχουν έρθει στη χώρα μας να βοηθήσουν. Άραγε, εμείς δεν μπορούμε; 

Tuesday, September 22, 2015

ΓΙΑΤΙ ΑΓΑΠΩ τον Αλέξανδρο Μπελλέ

Πριν λίγες μέρες, μια οικογενειακή φίλη μου είπε πως πέτυχαν σε μια εκπομπή με το σύζυγό της έναν νέο τραγουδιστή που τους εντυπωσίασε με τη σεμνότητά του και το ήθος του. 
«Μπελλές ή κάπως έτσι», μου είπε.
«Αλέξανδρος Μπελλές», της είπα.
«Τον ξέρεις; Μα πού ήταν κρυμμένο αυτό το παιδί; Και τι ωραία φωνή!»
Τον ξέρω. Έχω αυτήν την τιμή. Γιατί πραγματικά πρόκειται για τιμή. Ο Αλέξανδρος είναι ένας σπάνιος άνθρωπος, πέρα από την καλλιτεχνική του υπόσταση, για την οποία θα σας μιλήσω παρακάτω.

Αλλά να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Πριν ενάμιση περίπου χρόνο, ήθελα να κάνω μια φιλανθρωπική μουσική εκδήλωση, και δεν έβρισκα τρόπο να κόψω εισιτήρια χωρίς να πάνε καθόλου έσοδα στην εταιρεία που θα αναλάμβανε την έκδοσή τους. Εκείνη την περίοδο, έστειλα μήνυμα στον Αλέξανδρο Μπελλέ, που δε γνώριζα προσωπικά. Γνώριζα όμως ότι είναι Χιώτης και είχα ακούσει ότι είναι προσγειωμένο παιδί. Κανονίσαμε και συναντηθήκαμε ένα πρωί, μιλήσαμε πολύ, «ταιριάξαμε» πολύ σε απόψεις, μου έδωσε πολύ χρήσιμες συμβουλές/πληροφορίες και προσφέρθηκε να αναλάβει την έκδοση των εισιτηρίων για τη φιλανθρωπική εκδήλωση που σχεδίαζα. Χωρίς πολλές ερωτήσεις, τόσο απλά που νόμιζα πως ήταν πλάκα.

Δεν ξανασυναντηθήκαμε από τότε, αλλά διατηρήσαμε μια πολύ αραιή μεν, γλυκιά δε επαφή. Όμως, έψαξα και άκουσα με προσοχή τις μουσικές του. Ο Αλέξανδρος και γράφει μουσική και τραγουδάει μοναδικά. Και όταν λέω μοναδικά, το εννοώ. Η φωνή του έχει μια ιδιαίτερη βαθειά, καθαρή χροιά. Αν τον ακούσεις μια φορά, αποκλείεται να μην τον αναγνωρίσεις την επόμενη. Είναι φωνή σταθερή και δυνατή. Φωνή γεμάτη, που συγκινεί. Επίσης το μονοπάτι που επέλεξε, προς τιμήν του, δεν το λες και εύκολο. Ούτε το είδος που τραγουδάει είναι εύκολο, ακροβατώντας ανάμεσα στο παραδοσιακό, το έντεχνο, και το ροκ. Προφανώς, ακούγοντας τα τραγούδια του, καταλαβαίνεις ότι δεν είναι από αυτά που προορίζονται για μία επιφανειακή ακρόαση.

Πώς να προσπεράσει κανείς έτσι απλά το Σαν Έρθεις; Ο πρώτος κιόλας στίχος «Σαν έρθεις και τα βρεις ερειπωμένα, μη φοβηθείς μην κάνεις πίσω» σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη μουσική ένταση που τον ντύνει, δίνει ένα ξεκάθαρο μουσικό στίγμα σε καιρούς που η ελληνόφωνη μουσική πραγματικότητα έχει ανάγκη ακριβώς αυτό. Πώς να φτάσει μια μόνο ακρόαση της Καταχνιάς, που εκτός από εξαιρετική ενορχήστρωση, δίνει ανάγλυφη την σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα (ή μήπως άραγε αυτή είναι δική μου ανάγνωση;); Πώς να μην ξεχωρίσει κανείς τον μοναδικό, σύγχρονο παραδοσιακό ήχο στα Απάτητα Βουνά; Πώς να μην αγγίξει κάποιον το Δες πώς νικά, που είναι τρυφερό και δυναμικό συνάμα, ενώ ταυτόχρονα ξεδιπλώνει τις φωνητικές ικανότητες του Αλέξανδρου; 

Όσοι δεν έχετε πεισθεί ακόμη για τις φωνητικές του ικανότητες, αρκεί να δείτε την ανατριχιαστική του ερμηνεία, μαζί με τον Μάριο Φραγκούλη, στο τραγούδι Στο ‘πα και στο ξαναλέω στην εκπομπή «Στην υγειά μας». 

Αυτό και μόνο το απόσπασμα με κάνει να λυπάμαι που δεν έχω καταφέρει ως τώρα να δω/ακούσω ζωντανά τον Αλέξανδρο σε κάποια από τις εμφανίσεις του. Αλλά ελπίζω ότι θα το κάνω σύντομα. Ο Αλέξανδρος θα βρίσκεται στη σκηνή του Σταυρού του Νότου Club για τρεις παραστάσεις, το Σάββατο 10, 17 & 24 Οκτωβρίου. Λέτε να συναντηθούμε εκεί;

Friday, June 26, 2015

ΓΙΑΤΙ ΑΓΑΠΩ τα νότια-νοτιανατολικά προάστια της Αθήνας


Μετακομίσαμε στη Γλυφάδα από τα Πατήσια στην αρχή της  τετάρτης δημοτικού. Όμως, μπορώ να πω ότι είμαι παιδί των νοτίων προαστίων. Και παρότι αυτό μπορεί να ηχεί άσχημα σε κάποιους, που έχουν ίσως πολύ συγκεκριμένη εικόνα για τους «Γλυφαδιώτες» ή τους «Βουλιώτες», δε με πειράζει. Αγαπώ πολύ τα νότια (και νοτιανατολικά προάστια) της Αθήνας και θα καταλάβετε γιατί ευθύς αμέσως.

Αν αγαπώ τα νότια, δεν είναι γιατί έχουν πολύ καλές αγορές (με κορυφαία της Γλυφάδας ως προς το μέγεθος, αλλά πολύ ενδιαφέρουσες και εκείνες του Ελληνικού και της Βούλας). Δεν είναι, ακόμα, γιατί δίνουν πολυάριθμες επιλογές για φαγητό, καφέ και βραδινές εξόδους, μιας και συνυπάρχουν, σε απόσταση λίγων λεπτών, η μπιφτεκούπολη της Γλυφάδας, τα βλάχικα της Βάρης, οι ψαροταβέρνες του Καβουρίου και οι πιο εκλεπτυσμένες επιλογές για φαγητό στη Βουλιαγμένη, αλλά και σε Γλυφάδα/Βούλα. Ούτε τα αγαπώ γιατί το βράδυ, υπάρχει κάτι για όλους: μπαράκια, θορυβώδη ή πιο ήσυχα, ζωντανή ελληνική ή ξένη μουσική, κλπ.

Αν αγαπώ τα νότια, είναι γιατί νωρίς το πρωί, μπορώ να κατεβώ στην παραλία της Γλυφάδας ή της Βάρκιζας και να πω μια καλημέρα  με τους ψαράδες, ασχέτως αν θέλω ή όχι να αγοράσω φρέσκα ψάρια. Επίσης, μπορώ να καθαρίσω το μυαλό μου όποια ώρα της μέρας το θελήσω, κάνοντας έναν περίπατο πάνω στο κύμα (Βάρκιζα, Καβούρι-μοναδικό μονοπάτι, Βουλιαγμένη-Λαιμός, Βούλα, Γλυφάδα).

Εναλλακτικά, μπορώ να ανεβώ προς τον Υμηττό και να περπατήσω εκεί. Και αν είμαι τυχερή, μπορεί να συναντήσω κάποια από τις αλεπούδες που συχνά-πυκνά κατεβαίνουν στις κατοικημένες περιοχές ψάχνοντας για φαγητό στα σκουπίδια... ή κάποιο περίεργο πτηνό, όπως μια φορά που είχα δει ένα τεράστιο μαύρο πουλί που ήταν σε μέγεθος σαν εξάχρονο παιδί (!).

Κι αν θελήσω κόσμο, παρέα, βαβούρα, ψώνια, είναι μόλις 5 λεπτά μακριά. Κι όταν λέμε κόσμο, εννοούμε πραγματικά «κόσμο», από παντού, από διάφορες περιοχές της Αθήνας, αλλά και τουρίστες, από διάφορες χώρες.

Αν, πάλι, θελήσω κολύμπι ή θαλάσσια σπορ, όλα είναι στα πόδια μου. Σε πόσες πόλεις στον κόσμο οι κάτοικοι έχουν την ευκαιρία να κολυμπούν, να κάνουν θαλάσσιο σκι, wind surf ή καγιάκ, σε απόσταση 10 λεπτών από το σπίτι τους; Εδώ την έχουμε αυτή τη δυνατότητα, και κάποιοι κολυμπούν χειμώνα-καλοκαίρι. Και τα παιδιά μας μπορούν, εκτός από τις παιδικές χαρές, να παίξουν και στην παραλία, να πετάξουν βότσαλα και να εισπνεύσουν ιώδιο 365 μέρες το χρόνο.

Κι εκεί κατά το σούρουπο, μπορώ να κοιτάξω προς τη θάλασσα, από όπου κι αν βρίσκομαι, και να απολαύσω ένα από τα μαγευτικά ηλιοβασιλέματα του Σαρωνικού. 


Να, γι’αυτό αγαπώ τα νότια. Γιατί όσα κάποιοι απολαμβάνουν στις διακοπές τους, εμείς τα απολαμβάνουμε συνέχεια. Ελπίζω, μόνο, να τα προσέχουμε και να τα φροντίζουμε τα νότια. Και να τα παραδώσουμε στις επόμενες γενιές καλύτερα από ό,τι τα παραλάβαμε εμείς.




Υ.Γ. Όλες οι φωτογραφίες έχουν τραβηχθεί με το κινητό μου και δεν έχουν πειραχθεί καθόλου.

Wednesday, June 3, 2015

ΓΙΑΤΙ ΑΓΑΠΩ ΤΟΥΣ SUEDE

Ήταν Ιούνιος του 1995 και λίγο πριν κλείσω τα 20, θα παρακολουθούσα την πρώτη μου συναυλία. Το συγκρότημα δεν το πολυήξερα μέχρι λίγες μέρες πριν τη συναυλία, οπότε κάθισα με επιμέλεια και άκουσα τους 2 δίσκους που είχε βγάλει μέχρι τότε: Suede λεγόταν ο πρώτος, ομότιτλος με το συγκρότημα, και Dog Man Star ο δεύτερος.
Ενδιαφέρων ο ήχος, μια θάλασσα που έρρεε η φωνή του τραγουδιστή, ωραίες κιθάρες, αλλά λίγο σκληροί στίχοι σε κάποια τραγούδια, τουλάχιστον για κάποιον με τη δική μου τότε αθωότητα. Παρόλα αυτά, κάποια τραγούδια με κέρδισαν και μεταξύ αυτών, το So Young  και το Animal Nitrate από τον πρώτο δίσκο και το Asphalt World από το δεύτερο, που σε καμία περίπτωση δεν ξέφευγαν από την προαναφερθείσα  «σκληρότητα» των στίχων. Επίσης, από το Dog Man Stars, βρήκα  εξαιρετικό το The two of us και άκρως ξεσηκωτικό το We are the pigs.
Φτάνοντας στο χώρο της συναυλίας, δεν συνάντησα κόσμο σαν αυτό που είχα συνηθίσει να βλέπω ή να συναναστρέφομαι και το πλήθος ήταν σχετικά ανομοιογενές, κάτι που μου δημιούργησε πολύ ανάμεικτα συναισθήματα. Συναισθήματα που συνεχίστηκαν όταν εμφανίστηκε στη σκηνή το περίεργο πλάσμα που ακούει στο όνομα Brett Anderson (ο τραγουδιστής). Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά ότι ήταν εξαιρετικά αδύνατος, είχε ασυνήθιστο κούρεμα, φορούσε πολύ κολλητά ρούχα και περπατούσε εντελώς ατσούμπαλα και περίεργα. Και όμως, αυτό το αξιοπερίεργο πλάσμα  εξαφάνισε σε λίγα δευτερόλεπτα όλες τις αμφιβολίες μου, μόλις άνοιξε το στόμα του και άρθρωσε την πρώτη συλλαβή.
Και παρότι αυτή η περίεργη κίνησή του συνεχίστηκε και όταν χόρευε επί σκηνής, ήταν απολύτως σαγηνευτικός και μαγνητικός, ένα ξωτικό χωρίς σαφές φύλο, αλλά με σαφέστατη μουσικότητα και εκείνη τη θάλασσα για φωνή, που σε έπαιρνε και σε πήγαινε όπου ήθελε εκείνη. Με ύφος προκλητικό έως και αυθάδες, ο Brett κοιτούσε κατάματα όλους μας και έναν-έναν ξεχωριστά, σαν να μας έλεγε «αυτοί είμαστε, αν σας αρέσει», ενώ ταυτόχρονα λικνιζόταν μαγικά εντός και εκτός ρυθμού.
Το ίδιο μαγικά, το ανομοιογενές πλήθος είχε σε λίγα λεπτά ομοιογενοποιηθεί,
αποδεικνύοντας ότι η μουσική όχι απλώς ενώνει, αλλά καταδεικνύει πόσο άστοχος είναι ο διαχωρισμός και χαρακτηρισμός των ανθρώπων με βάση την εμφάνισή τους.
Μετά τη συναυλία, λάτρευα πλέον τους Suede. Τους λάτρευα για την μοναδικότητα του Brett, για την ελαφρώς έρρινη, ασύλληπτη φωνή του (τόσο σε εύρος με φανταστικές ψεύτικες, όσο και σε ένταση), για τον ήχο της κιθάρας του Bernard Butler, για την ικανότητά τους να ακροβατούν ανάμεσα στην ωμή αλήθεια και τη λεπτεπίλεπτη ευαισθησία.  

Τα χρόνια πέρασαν, οι Suede διαλύθηκαν το 2003, επανενώθηκαν το 2010, αλλά η ουσία παραμένει. Αποτελούν ένα από τα πιο ανατρεπτικά συγκροτήματα της Βρετανικής σκηνής, που άνοιξαν το δρόμο σε μπάντες όπως οι Placebo, ή (ως ένα βαθμό) οι Muse.

Και με αφετηρία εκείνη τη συναυλία, ανακάλυψα μερικούς ακόμα λόγους για να τους λατρεύω, όπως η διαχρονικότητα του The Wild Ones ή η επιβλητική απλότητα ακουστικών εκτελέσεων όπως αυτή του Still Life (που μάλιστα είναι και σχετικά πρόσφατη -του 2013) ή οι φιλοσοφημένοι στίχοι του Everything will flow: «Nothing lost and nothing gained,  Life is just a lullaby». Tους λατρεύω, ακόμη, επειδή το Dog Man Star συγκαταλέγεται στο Top 5 των αγαπημένων μου δίσκων. Και επειδή έθεσαν, στις 16/6/1995 στο Θέατρο Βράχων, πολύ ψηλά τον πήχη των ζωντανών εμφανίσεων -πολύ θα ήθελα να τους δω ξανά ζωντανά. 

Tuesday, April 28, 2015

ΓΙΑΤΙ ΑΓΑΠΩ τον Βασίλη Τσαμπρόπουλο

Δεν πάει πολύς καιρός που οι αγαπημένοι μας φίλοι Ιωάννα και Μάκης, σε μια επίσκεψή τους στο σπίτι μας, έφεραν δώρο ένα CD. «Το διαλέξαμε ειδικά για σένα» μου είπε η Ιωάννα. Πολύ γλυκό και τιμητικό, σκέφτηκα! 

Το ξετύλιξα με ανυπομονησία. Δεν μπόρεσα να καταλάβω πολλά από το ήπιο χρωματικά και σχετικά απλό εξώφυλλο. «Είναι πιάνο. Γνωρίζεις τον Τσαμπρόπουλο;» Δεν τον γνώριζα. «Θα το ακούσω με χαρά». Η συζήτηση έληξε κάπου εκεί, με την Ιωάννα να με παροτρύνει να το ακούσω βράδυ για να χαλαρώσω. Μετά, όπως κάνουν οι φίλοι, μιλήσαμε για διάφορα άλλα, φάγαμε, γελάσαμε. Ξεχάστηκε ο Τσαμπρόπουλος και το You για λίγες μέρες στο τραπέζι της τραπεζαρίας.

Το επόμενο Σάββατο το μεσημέρι, και ενώ είχα βαλθεί να τελειώσω ένα παζλ, θυμήθηκα το CD που περίμενε υπομονετικά στην τραπεζαρία. Δυνάμωσα λίγο παραπάνω από ό,τι συνήθως το στερεοφωνικό και επέστρεψα σε δευτερόλεπτα στη θέση μου για να συνεχίσω το παζλ. Έτσι νόμιζα. Στα πρώτα δευτερόλεπτα είχα ανατριχιάσει και πριν την έλευση του πρώτου λεπτού, ανεξήγητο πώς, ήρθαν και τα δάκρυα.

Δεν ήταν μόνο το κρυστάλλινο παίξιμό του που με συγκινούσε, ούτε τα απίθανα παιχνιδίσματά του με το ρυθμό. Ήταν που ένιωθα μέσα από τη μουσική του να κυλάει μια αλήθεια και μια ευαισθησία. Οι συνθέσεις στο You είναι δικές του και, πέραν του ότι επιτρέπουν στον ακροατή να αναγνωρίσει την πιανιστική του δεξιοτεχνεία, υποδηλώνουν και μια καθαρότητα ψυχής.

Τον «γκούγκλαρα» λοιπόν (τι τύχη να ζούμε στην εποχή της τεχνολογίας!) και ανακάλυψα πως είναι εξαιρετικός μουσικός, διεθνώς αναγνωρισμένος, και έχει συνεργαστεί με τις σπουδαιότερες φιλαρμονικές της Ευρώπης και της Αμερικής (Φιλαρμόνια του Λονδίνου, Φιλαρμονική της Τσεχίας, Φιλαρμονική του Λονδίνου,  Βασιλική Φιλαρμονική της Στοκχόλμης, Συμφωνική της Βοστόνης, Συμφωνική της Βαλτιμόρης, Συμφωνική της Ιταλικής Ραδιοφωνίας, κλπ). Επίσης, έμαθα ότι συνδυάζει την κλασική με τη βυζαντινή μουσική, κάτι που βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον, και ότι είναι και μαέστρος. 

Ακόμα περισσότερο ξεχωριστός όμως είναι, επειδή σε όλα τα παραπάνω, προστίθεται το χάρισμά του να αυτοσχεδιάζει και να ακροβατεί ανάμεσα στην μουσική ακρίβεια και την μουσική ελευθερία με έναν μοναδικό, υποδειγματικό τρόπο. Και αυτό δεν χρειάστηκε να το διαβάσω κάπου, το άκουσα και το ένιωσα.

Ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος με έκανε να αγαπήσω ακόμα περισσότερο το πιάνο. Με έκανε να θελήσω να βελτιωθώ , να μελετήσω-τόσο ακούγοντάς τον, όσο και στην πράξη. Και μου μένει πολλή μελέτη ακόμα...

Μπορείτε να ακούσετε 55 λεπτά μουσικής του εδώ και σίγουρα θα καταλάβετε τι εννοώ. Επίσης, το κομμάτι που με έχει μαγέψει ολοκληρωτικά είναι το Nectar and Nekyia, πρώτο στη σειρά από τα 9 κομμάτια στο You.

Υ.Γ. Δεν είναι κακό, πότε-πότε να ακούμε μαζί με τα παιδιά μας τέτοια μουσική. Και είναι ακόμη καλύτερο, όταν τα παιδιά μάς εκπλήσσουν με τις αντιδράσεις τους. 

---------------------------------------------------------------------------------

WHY I LOVE... Vasilis Tsabropoulos


Not so long ago, our beloved friends Ioanna and Makis brought us a CD as a gift when they visited us. “We chose it specifically for you”, Ioanna said. How sweet and what a great honor!

But to me, he is even more special because, on top of all, he has the extraordinary gift to improvise and find the balance between musical precision and musical freedom. And this is something I did not have to read somewhere; I heard it and felt it for myself.


I eagerly unwrapped the gift, but couldn’t understand much from its rather simple cover. This is a piano CD. Are you familiar with Tsabropoulos?“ I wasn’t. “I’ll be glad to hear it”. The conversation ended just about there, with Ioanna encouraging me to listen to it in a time when I would need relaxation. Right after that, we chatted, laughed, had dinner, and enjoyed ourselves like friends do. The CD called You was forgotten for a few days on the dining table.
On the next Saturday, and while I was trying to finish a jigsaw puzzle, I remembered the CD. I turned up the volume slightly more than usual and returned to my puzzle, determined to finish it. At least so I thought... From the very first seconds I was shivering and within the first minutes, I inexplicably started to tear.

It wasn’t just his crystal-clear playing that moved me; neither his incredible ability to “play” with the rhythm. What truly touched me was the fact that I could feel an absolute truth and an unsurpassed sensitivity flowing through his music. All music pieces in You are composed by Vasilis Tsabropoulos and, apart from the fact that they allow the listener to recognize his pianistic virtuosity, they also indicate the purity of his soul.

So I googled him (we truly are lucky to live in the technology era) and I found out that he is an exceptional internationally renowned musician, who has worked with the greatest philharmonic orchestras globally (Philarmonia Orchestra of London, Royal Philharmonic Orchestra of Stockholm, Boston Philarmonic Orchestra, Czech Philharmonic, Budapest Chamber Orchestrate, Sofia Philharmonic, and Italy Radio Orchestra, etc.). Moreover, I discovered he uniquely combines classical and byzantine music, which I find really interesting, and that he is a conductor.


Vasilis Tsabropoulos made me love even more the piano. He made me want to get better and to practice more-and there is a lot of room for improvement...

You may listen to 55 minutes of his music here, and I am sure you’ll know what I mean. In addition, the music piece that totally captivated me is Nectar and Nekyia, the first of the 9 pieces in You.

P.S. It wouldn’t hurt if every once and a while we listened to this kind of music with our children. And we would probably be amazed by their reaction.



Thursday, April 2, 2015

ΓΙΑΤΙ ΑΓΑΠΩ τη Λάρβα της Κατερίνας Κυρμιζή και του Νίκου Γρηγοριάδη

Λάρβα. Ασυνήθιστη λέξη, ασυνήθιστο όνομα για μουσική δουλειά. Αλλά μήπως δεν είναι ασυνήθιστοι και οι δημιουργοί της; Ασυνήθιστοι, με την έννοια ότι έχουν ένα ιδιαίτερο ήθος, ένα ήθος «αντιστασιακό», αν μου επιτρέπεται ο όρος. Από το 1995 που πρωτογνωρίσαμε το Νίκο Γρηγοριάδη «Στη μοναξιά του φάρου», περνώντας στην πρώτη του σύμπραξη με την Κατερίνα Κυρμιζή έναν χρόνο αργότερα, και φτάνοντας μέχρι το σήμερα, 20 χρόνια μετά, ποτέ δεν επέλεξαν την ευκολία.
Δεν έγιναν μαϊντανοί, δεν "εμπλούτισαν" τις ενορχηστρώσεις τους με λαϊκοπόπ στοιχεία, δεν χρησιμοποίησαν στιχουργικά τρικ για να μας σερβίρουν τραγούδια πιασάρικα. Είναι αυτοί που είναι. Και καταλαβαίνεις ποιοι είναι ακούγοντας έστω και ένα κομμάτι από οποιαδήποτε δουλειά τους: δυο άνθρωποι που ζουν και αναπνέουν μουσική.

Όταν έμαθα ότι θα κυκλοφορήσουν νέο δίσκο, ενθουσιάστηκα!  Στο δικό μας σπίτι, κάτι τέτοιο αποτελεί έως και λόγο ανυπομονησίας – «φεσφεσέ» όπως λέμε στη Χιώτικη διάλεκτο την προσμονή για κάτι πολύ ευχάριστο! Εδώ και λίγο καιρό, λοιπόν, περιμέναμε πώς και πώς τη λάρβα που κυκλοφόρησε  στις 28 Μαρτίου (με την εφημερίδα Αυγή), σε μουσική και στίχους του Νίκου Γρηγοριάδη, με την αέρινη φωνή της Κατερίνας Κυρμιζή, που έχει γράψει και στίχους για ένα τραγούδι.  Επίσης, δύο τραγούδια συνυπογράφει στιχουργικά ο Νίκος Γρηγοριάδης με τον Χρήστο Γαβρήλο.

Να πω την αλήθεια, και το «Αχ κουνελάκι» να τραγουδούσε η Κατερίνα, νομίζω θα το άκουγα εκστασιασμένη. Όμως, επιστράτευσα όλη μου την αντικειμενικότητα  και προσπάθησα να ακούσω τη λάρβα σαν να μην γνώριζα –ως ακροατής εννοώ- κανέναν από τους δυο τους, σαν να τους άκουγα για πρώτη φορά. (Δε γνωριζόμαστε με τους ανθρώπους, το γράφω προς αποφυγή παρεξηγήσεων.)

Πρώτη εντύπωση: σύγχρονος ήχος. Δεύτερη: διεθνής ήχος, με την έννοια ότι ξεφεύγει από την ελληνική πεπατημένη. Μετά από μια πλήρη πρώτη ακρόαση, επιβεβαιώθηκε ότι είχαμε δίκιο που ανυπομονούσαμε. Πόσο όμορφες και καθαρές ενορχηστρώσεις, υπέροχες μελωδίες, μεστοί στίχοι, η φωνή της Κατερίνας να ρέει και να παιχνιδίζει πάνω στις βασικές μελωδίες με το δικό της μοναδικό τρόπο, και πόσο καλοί  μουσικοί συμμετέχουν στο όλο εγχείρημα!

Δυσκολεύτηκα πολύ να ξεχωρίσω τα αγαπημένα μου γιατί η δουλειά είναι στο σύνολό της εξαίσια, αλλά τα κατάφερα. Είναι λοιπόν:
-η «Προδοσία» γιατί, πέραν του ότι περιλαμβάνει μακράν τα καλύτερα φωνητικά που έχω ακούσει εδώ και καιρό, είναι-  στα αυτιά μου τουλάχιστον- μια κλασσική ροκιά με την καθαρόαιμη έννοια του όρου, 
- η «Δεύτερη ευκαιρία» γιατί συνδυάζει τους εξαιρετικούς στίχους με μία σύγχρονη αίσθηση νέου κύματος,
-το «Λουλούδι της ερήμου», για την απίστευτα γλυκιά του μελωδία και το τελικά αισιόδοξο μήνυμά του, ότι υπάρχει ελπίδα να ανθίσει πριν να είναι αργά ένα λουλούδι της ερήμου, και 
-το «Σε μια στιγμή», γιατί δίνει σε 3 λεπτά και 4 δευτερόλεπτα, ανάγλυφη την ιστορία μιας αγάπης. 
Μπορείτε να διαλέξετε τα δικά σας αγαπημένα, ακούγοντας τραγούδια από τη λάρβα (και βλέποντας τα official video clips) εδώ.

Το βράδυ που κάθισα να γράψω για τη λάρβα, ζήτησα μέσω Facebook από την Κατερίνα Κυρμιζή να απαντήσει σε 2-3 ερωτήσεις σχετικά με τη δουλειά αυτή. Εκείνη δέχτηκε, έτσι απλά και άμεσα, και ιδού οι απαντήσεις της:

1)    Πώς προέκυψε ο τίτλος «λάρβα»; Ποιος είναι ο συμβολισμός πίσω από τον τίτλο αυτό;

Τη λέξη την πρωτοσυνάντησα στο μυθιστόρημα του Ναμπόκοφ, Άντα. Μάλιστα υπήρχε ένα λογοπαίγνιο στο βιβλίο : λάβρα-λάρβα. Πήγαινε σα τραμπάλα στο μυαλό μου ηχητικά, μου είχε κολλήσει. Λάρβα κυριολεκτικά είναι η προνύμφη της πεταλούδας, η κάμπια δηλαδή και μεταφορικά δηλώνει μια υπόσχεση μεταμόρφωσης. Η πεταλούδα που αλλαζει τόσο δραστικά στον κύκλο της ζωής της είναι ζωντανή και λεπτεπίλεπτη απόδειξη και σύμβολο της αέναης αλλαγής.  Όταν άρχισε να παίρνει μορφή ο δίσκος και συνειδητοποίησα ότι το υλικό απαιτούσε όλη μου την έκταση, όλα μου τα εκφραστικά μέσα, όλες τις χροιές και τις αποχρώσεις στη φωνή μου, όταν κατάλαβα ότι πρέπει να μεταμορφώνομαι από τραγούδι σε τραγούδι, να γίνω η ποπ εικοσάχρονη Νίκη στο Είμαι καλά, να μιμηθώ το σόλο της ηλεκτρικής κιθάρας στην Καινούργια μέρα, να είμαι θεατράλε ντίβα τσίρκου στο Χρυσόψαρο, να γίνω η φωνή της συνείδησης στο Σε είδα στην Πειραιώς, να γίνω η μετανιωμένη γυναίκα που ζητά μια Δεύτερη ευκαιρία στη ζωή της, να γίνω 16χρονη ερωτοχτυπημένη Ιουλιέτα στου Θεού τα χέρια, να δώσω ροκ γκάζι στο Λουλούδι της ερήμου, να είμαι μπελκάντο έχοντας για αναφορά την καταπληκτική Τζένη Βάνου στο Ψάχνω για σένα, να γίνω προδομένο ξωτικό στην Προδοσία, να είμαι έντεχνη στο Σε μια στιγμή… τότε μου ήρθε. Η λάρβα είμαι εγώ και οι μεταμορφώσεις μου από τραγούδι σε τραγούδι. Δεν ξέρω αν είναι αναγνωρίσιμες οι προθέσεις στο τελικό αποτέλεσμα, αλλά έτσι ακριβώς δούλεψα, σαν μουσικός ηθοποιός. 

Επίσης το γεγονός ότι η λάρβα είναι ένα στάδιο στη ζωή της πεταλούδας και δεν είναι η τελική της μορφή έχει κι έναν άλλο συμβολισμό για μένα. Είναι ένα στάδιο στην πορεία μου, όχι εκεί που θέλω καταλήξω. Εννοώ ότι είμαι τραγουδοποιός κατά βάση και αυτό το κομμάτι μου με ενδιαφέρει να βγάλω προς τα έξω. Θα μου πεις γιατί τραγουδάς τα τραγούδια του Νίκου; Γιατί τα έχω ζήσει από τη γέννησή τους, έχω πει τη γκρινιάρικη και κριτική γνώμη μου χίλιες φορές (δυστυχώς τον έπρηξα τον καημένο τον Νίκο με την ξινίλα μου) και εν μέρει αισθάνομαι ότι
έχουν σμιλευτεί σε ένα βαθμό από εμένα. Τα πήρα μωρά, με μια κιθάρα, και μαζί με τον Νίκο τα χτίσαμε στα τραγούδια που ακούτε. Είμαι τόσο συναισθηματικά δεμένη και έχω τέτοια εμπλοκή σε όλη τη διαδικασία της δημιουργίας τους που τα θεωρώ κατά κάποιον τρόπο κι αυτά δικά μου. Κι ίσως περισσότερο τελικά γιατί σε αυτά τα τραγούδια κόπιασα πιο πολύ για να τα αποδώσω, από αγάπη για τον Νίκο, για να μην του τα αδικήσω.

2) Ακούγοντας τη λάρβα, κατανοούμε ότι εξακολουθείτε να αντιστέκεστε στο εύκολο και στη μόδα της εποχής. Πόσο εύκολο είναι αυτό και τι συνέπειες είχε με την πάροδο των χρόνων;  

Κανείς δε θα ‘θελε να απαντήσω ειλικρινά ούτε θα ήταν συνετό να πω τα πράγματα με το όνομά τους. Η αλήθεια είναι κοφτερή σα ξυράφι και δε στέκομαι σε αυτά που με πληγώνουν, σε εκείνους που με/μας έχουν αδικήσει. Πιστεύω σε αυτό που κάνουμε ο Νίκος κι εγώ, ο καθένας ξεχωριστά αλλά και μαζί  κι αγωνίζομαι. Βάζω το κεφάλι κάτω, δουλεύω σα σκυλί και δε με νοιάζει τι γίνεται γύρω μου ούτε ακούω τις σειρήνες. Δεν ακούω ούτε τα κομπλιμέντα ούτε και τον ψόγο. Κάνω αυτό που πρέπει να κάνω. Δεν έχουμε παντρευτεί την τέχνη μας και μάλιστα με προγαμιαίο συμβόλαιο. Αυτό βέβαια μας κάνει να φαντάζουμε σαν ξωτικά, αλλά ξέρεις κάτι, οι προθέσεις είναι που κάνουν τη διαφορά, διαφορά ήθους και πάθους. Το μόνο λοιπόν που ξέρω να κάνω καλά είναι να πέφτω στη φωτιά κάθε φορά για ότι νιώθω, για τα θέλω μου και να πράττω ότι καλύτερο μπορώ κι όσα μου επιτρέπει η αξιοπρέπειά μου κόντρα στις συμπληγάδες της αναγκαιότητας και της τύχης.

3) Διαφέρει η λάρβα από προηγούμενες δουλειές σας. Αν ναι, σε τι;

Η λάρβα είναι πιο σκοτεινή σε διάθεση και ηχοχρώματα από προηγούμενες δουλειές. Είναι τραγούδια που ως επί των πλείστων γράφτηκαν τα τελευταία 5 χρόνια, χρόνια σκοτεινά λόγω οικονομικής/πολιτικής και ηθικής κρίσης.  Έχουν τη σκοτεινιά της επίγνωσης. Εξακολουθούν όμως να μην είναι βαριά - οι πεταλούδες άλλωστε είναι πλάσματα του αέρα, γιατί  δεν έχουν πια την αγωνία να αρέσουν. Όταν ξεπεράσεις τη ματαιοδοξία να αποδείξεις το ταλέντο σου, τη σοβαρότητά σου ως προς τις προθέσεις ή την ανάγκη σου να βιοποριστείς, τότε όλα αλαφρώνουν γιατί τα πράγματα συμβαίνουν από ψυχικό πλεόνασμα και επιστρέφουν καθαρή χαρά.  
Ως προς το ηχητικό κομμάτι κρατήσαμε κλειστό το σχήμα, τόσο κλειστό όσο μιας ροκ μπάντας και είμαστε ευτυχείς που συνεργαστήκαμε με εξαιρετικούς μουσικούς, που μας αγαπούν και μας στηρίζουν ολόψυχα. Πρέπει δε να πω πως καθοριστικό ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα έπαιξε το γεγονός ότι είμαστε και εγώ, και ο Νίκος κιθαρίστες, και μάλιστα η συμβολή του Νίκου ως προς τον ήχο και τη φρασεολογία στην ηλεκτρική κιθάρα είναι η βασιλική υπεροχή εν τέλει του δίσκου.
Η λάρβα διαφέρει και ως προς τον τρόπο κυκλοφορίας. Είναι η πρώτη φορά που κυκλοφορήσαμε μέσα από μουσικό περιοδικό, την Κόκκινη Καρφίτσα, ένθετη μηνιαία έκδοση στην εφημερίδα Αυγή. Στο ρημαγμένο τοπίο της ελληνικής δισκογραφίας έτσι όπως παρουσιάζεται, δυσκολεύομαι να μετέχω. Η λάρβα αποκτά νόημα κι αξία με τον τρόπο που κυκλοφόρησε κι έχει μια σημειολογία η κίνηση αυτή.

4) Μια ερώτηση-παραπονάκι από μένα: γιατί υπάρχει τόσο λίγο πιάνο στη λάρβα;

Απάντησα παραπάνω, είμαστε κιθαρίστες και αυτό μας καθορίζει. Μάλιστα και ο Νίκος αλλά και εγώ -λόγω μελέτης για να πάρω το πτυχίο στην κλασσική κιθάρα, έχουμε προοδεύσει αρκετά σαν παίχτες. Κάθε φάση μας την περνάμε βαριά. Το παιδί με την κεραία είχε μόνο πλήκτρα… τώρα η λάρβα έχει μόνο κιθάρες. Είμαστε μονομανείς (γέλια).

----------------------------------------------------------------------------------

Θα ήθελα να την ευχαριστήσω πάρα πολύ, όχι μόνο για τη μίνι συνέντευξη, αλλά γιατί με έχει συντροφεύσει πολύ όμορφα σε βάθος χρόνου-κάτι που ισχύει προφανώς και για το Νίκο Γρηγοριάδη.

Ως επίλογο, θα χρησιμοποιήσω ένα δίστιχο από το τρίτο τραγούδι της λάρβας, με τίτλο «Χρυσόψαρο»:
Δίχως όνειρα, δεν μπορώ να ζήσω.
Όποιος τα 'κλεψε, να τα φέρει πίσω. 
Και να συμπληρώσω ότι αν δεν τα φέρει πίσω όποιος τα έκλεψε, μπορούμε πάντα να τα πάρουμε πίσω εμείς ή να τα φτιάξουμε ξανά από την αρχή- μας ανήκουν άλλωστε. 

Tuesday, March 10, 2015

ΓΙΑΤΙ ΑΓΑΠΩ Το Καλαντάρι του Παντελή Θαλασσινού

Το 2006 ­­κυκλοφόρησε ο δίσκος «Το Καλαντάρι» σε ποίηση του Ηλία Κατσούλη και μουσική του Παντελή Θαλασσινού. Και λέω ποίηση, γιατί πρόκειται πράγματι για ποίηση. Άλλωστε, αφετηρία για το Καλαντάρι ήταν η ποίηση. Ο δίσκος έχει από ένα τραγούδι αφιερωμένο σε κάθε μήνα του χρόνου. Και όπως κυλάνε οι μήνες, έτσι ρέουν και τα λόγια και οι μουσικές στο Καλαντάρι. 

Ο Χρόνος του Γενάρη ξεκινά με τους ήχους μιας πόλης και με παραδοσιακά Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα για μερικά δευτερόλεπτα, ενώ ακολουθεί μια μουσική εισαγωγή με ακορντεόν και πιάνο σε σχετικά γρήγορο τέμπο. Είναι ό,τι καλύτερο για να καταλάβουμε τι θα επακολουθήσει σε όλο τον δίσκο. Υπέροχες ελληνικές ενορχηστρώσεις και γλαφυρότατοι στίχοι!
«Οι μέρες και οι νύχτες του Γενάρη
σα δέντρα κρεμασμένα στη βροχή
στιχάκια γράφουν σε ένα Καλαντάρι
και στης καρδιάς τα φύλλα μια ευχή».

Ο Φλεβάρης των φλεβών αρχίζει με μια σύντομη τηλεφωνική συνομιλία του Ηλία Κατσούλη με τον Παντελή Θαλασσινό σχετικά με τους στίχους του τραγουδιού. Άραγε είχαν κάποιο προαίσθημα ότι μετά από όχι πολύ καιρό, ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος των γραμμάτων δε θα ήταν πια μαζί μας, ώστε να συμπεριλάβουν τη συνομιλία αυτή στο τραγούδι; Το τραγούδι έχει λαϊκές αποχρώσεις, ενσωματώνοντας απολύτως κάτι από τη μελαγχολία του χειμώνα. Σαν να περπατάς σε ένα χειμωνιάτικο τοπίο...

Και έρχεται το τρίτο τραγούδι που είναι τόσο επίκαιρο τώρα που γράφω αυτό το κείμενο: «Ο Μάρτης Μάρτης μίλησε, και είπε πως θα αργήσει, έχει ακόμα δυο βροχές και μία να χιονίσει». Τόσο απλό και τόσο αληθινό!

Πόσο γλυκά ακολουθεί «Ένας ευαίσθητος Απρίλης» με την προσθήκη της μελωδίας από το ρεφρέν του «Απρίλη μου» του Μίκη Θεοδωράκη στην αρχή του τραγουδιού!
«Από τους κήπους κόβει βάγια
κι απ’ την αυλή του πασχαλιές
για να στολίσει τα ναυάγια
που μείναν δίχως αγκαλιές.»

Να κι ο Μάης, που έχει μυστικά και ένα κλειδί κρυμμένο: το κλειδί που ξεκλειδώνει τις καρδιές όλων όσοι έχουν νησιώτικη καταγωγή και νησιώτικα ακούσματα. Ο Μάης έχει μυστικά είναι ένα τραγούδι που θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία ως υπόδειγμα της ελληνικής μουσικής παράδοσης. Επίσης, μαθαίνουμε ακούγοντας τη βελούδινη φωνή του Παντελή Θαλασσινού και τα όμορφα και λιτά γυρίσματά του.

Φτάσαμε αισίως στον Έκτο μήνα τον καλό , που είναι μακράν το αγαπημένο μου τραγούδι σε αυτή τη δουλειά και μαζί με Τα Θαύματα (από το δίσκο Αστρανάμματα) αποτελούν τα δύο πιο αγαπημένα μου του Παντελή Θαλασσινού. Δεν ξέρω πόσες φορές ακούγαμε ξανά και ξανά το συγκεκριμένο τραγούδι με τον δύο ετών τότε γιο μου, ώστε να μπορεί με άνεση ένα δίχρονο να λέει λέξεις όπως «αεροκρέμαστο»:
«Σ’ ένα πηγάδι δροσερό βαθιά κοιμάται το νερό
σκύβει κορίτσι αμίλητο αγόρι ψάχνει αφίλητο
σκύβει κορίτσι αμίλητο αγόρι ψάχνει αφίλητο

(Ρεφρέν) Τον έκτο μήνα τον καλό, καράβι πάει γιαλό γιαλό
νύχτα περνάει το Σούνιο, και φέρνει τον Ιούνιο
Τον έκτο μήνα τον καλό, καράβι πάει γιαλό γιαλό
νύχτα περνάει το Σούνιο, και φέρνει τον Ιούνιο

Λάμπει στου χρόνου μια στιγμή τ’ αεροκρέμαστο κορμί
πουκαμισάκι αέρινο, στα μάτια φως αστέρινο
πουκαμισάκι αέρινο, στα μάτια φως αστέρινο»
Δε νομίζω πως είναι δυνατόν το συγκεκριμένο τραγούδι να μην χτυπήσει έστω μία ευαίσθητη χορδή μας. Αποκλείεται να μείνουμε ασυγκίνητοι από την εξαιρετική του μελωδία, από το ντύσιμό της με εξαιρετική ποίηση, δεμένα με τον τόσο μέσα στην ιδιοσυγκρασία μας ήχο της θάλασσας.  

Ο Ιούλιος πορθητής αποτελεί ένα ακόμα υπέροχο παραδοσιακό κομμάτι, αλλά αρκετά πιο αλέγκρο. Ο συνδυασμός του βιολιού με τα κρουστά δημιουργούν την ψευδαίσθηση ότι βρισκόμαστε σε ένα από τα καλοκαιρινά νησιώτικα πανηγύρια, όπου οι ντόπιοι μουσικοί με άνεση και φυσικότητα επιδεικνύουν την μουσική τους δεξιοτεχνία και ωθούν τους ανθρώπους να πλέξουν κύκλους με τα χέρια τους.  

Τα τζιτζίκια και το πιάνο στην αρχή του Αύγουστος είναι μας βάζουν αμέσως στην κατάλληλη ατμόσφαιρα:
«Αύγουστος είναι το τραγούδι του Νικόλα
και κάποια νύχτα στη ζωή που τα `χεις όλα
μια αγκαλιά και φορητό ραδιοφωνάκι
να παίζει Μάλαμα, Περίδη και Λιδάκη.»
Γιατί αυτή η νύχτα στη ζωή που τα ‘χεις όλα, την αγκαλιά και το φορητό ραδιοφωνάκι, είναι για όλους μας μια Αυγουστιάτικη νύχτα. 

Μετά την ανεμελιά του Αυγούστου, ακολουθεί Ένας μικρός γλυκός παλιός Σεπτέμβρης που προαναγγέλει τον ερχομό του φθινοπώρου με όλα του τα συνεπακόλουθα. «Η νύχτα μεγαλώνει, δίχτυα στο φως απλώνει, η νύχτα μεγαλώνει...» Το συγκεκριμένο κομμάτι βαδίζει στα μονοπάτια της τζαζ μοηυσικής, εναρμονίζοντας και πάλι όμως ελληνικά μουσικά στοιχεία.

Μπορεί ο Οκτώβρης σημαία στα μπαλκόνια να πέτυχε διάνα την φλέβα της Χιώτικης καταγωγής μου και να με έκανε να το αγαπήσω ακαριαία μόνο και μόνο για τον στίχο «Με γιασεμάκι χιώτικο, λευκό χρυσανθεμάκι, Οκτώβρης ήρθε κι άνοιξε του κήπου το πορτάκι», όμως αντικειμενικά το συγκεκριμένο κομμάτι θα μπορούσε να είναι το πιο γλυκό νανούρισμα.

Το Νοέμβρης μήνας ταξιδεύει είναι ένα μικρό οδοιπορικό στην Ελλάδα. Με τρενό, με καράβι, με ΚΤΕΛ, φθάνουμε όπου θέλει ο καθένας και ανασύρουμε ο καθένας τις δικές του μνήμες. «Στη Σαλονίκη φθάνει απόγευμα στις έξι, μ’ ένα καιρό που όλο σκέφτεται να βρέξει.»

Και να ‘μαστε στον τελευταίο μήνα του χρόνου! Χαρούμενος, λαμπερός, αγαπησιάρης. Η Δόξα του Δεκέμβρη, που ενώνει τους ανθρώπους μέσα από συνήθειες και έθιμα, κεριά και τραπέζια, δώρα, αναμνήσεις και Πρωτοχρονιάτικα φιλιά.


Και μετά, ξανά από την αρχή. Γιατί ο χρόνος δε σταματά, ρέει. Όπως ρέει η μουσική και η ποίηση στο Καλαντάρι. Από την αρχή στο τέλος, και από το τέλος στην αρχή. Μια καινούρια αρχή κάθε τόσο. 

Thursday, February 19, 2015

ΓΙΑΤΙ ΑΓΑΠΩ (ακόμα) τους Duran Duran

Πήγαινα νομίζω τρίτη δημοτικού, όταν ο αδερφός μου έφερε στο σπίτι το RIO των Duran Duran σε βινύλιο. Δεν θυμάμαι αν νωρίτερα είχε φέρει το προγενέστερο άλμπουμ που φέρει ως τίτλο το όνομα του συγκροτήματος (ή αν αυτό έγινε αργότερα). Θυμάμαι όμως την εντύπωση που μου είχε κάνει το εξώφυλλο του RIO αρχικά, και τα τραγούδια που περιείχε στη συνέχεια. Παρότι δε νομίζω να μου επιτρεπόταν να «πειράζω» το πικάπ, με κάποιο τρόπο έμαθα τα τραγούδια απ’έξω και ανακατωτά (μάλλον επειδή ο αδερφός μου τα άκουγε συνέχεια). Άλλο αν επειδή τα Αγγλικά μου ήταν ακόμη φτωχά, έλεγα «ό,τι άκουγα» και συχνά αυτό δεν είχε κανένα νόημα και καμία σχέση με τους πραγματικούς στίχους των τραγουδιών.

Σιγά-σιγά, μπήκαν στο σπίτι μας κι άλλοι δίσκοι (και singles) των Duran και έκαναν την εμφάνισή τους στην ελληνική τηλεόραση μουσικές εκπομπές (ποιος δε θυμάται το Γιώργο Γκούτη με το θρυλικό ΜΟΥΣΙΚΟΡΑΜΑ), δίνοντάς μου την ευκαιρία να σχηματίσω μια πλήρως αποκρυσταλλωμένη άποψη για αυτούς τους «νεορομαντικούς» τύπους από το Birmingham. Και αν αρχικά έπαιξε ρόλο η κοριτσίστικη εφηβική ονειροπόληση  (εντάξει, ο Simon που ήταν ο αγαπημένος μου παραμένει ακόμη γοητευτικότατος, τον προτιμούσα από τον λίγο γλυκανάλατο για τα γούστα μου John), δεν άργησα να καταλάβω ότι ήταν η μουσική τους που ουσιαστικά με κέρδισε.


Έτσι, από το 1983 μέχρι σήμερα, δε σταμάτησα ποτέ να ακούω Duran Duran. Δυσκολεύομαι να επιλέξω κάποια από τα παλιότερα τραγούδια τους ως αγαπημένα, γιατί είναι σχεδόν όλα αγαπημένα. Πώς να ξεχωρίσω ανάμεσα στα Rio, Union of the Snake, Planet Earth, Save a Prayer (αξεπέραστη ρομαντική μπαλάντα!!!), Girls on Film (με το «απαγορευμένο» βίντεο κλιπ), Careless Memories (ελαφρώς hard rock), New Religion, My Own Way, Hungry Like the Wolf, The Reflex (ποιος δεν έχει το χορέψει), New Moon on Monday,  the Seventh Stranger (πολύ υποτιμημένη τραγουδάρα), Wild Boys (άκρως ξεσηκωτικό) και λοιπά τραγούδια των 3 πρώτων άλμπουμ τους; Είναι όλα μουσικά αριστουργήματα- στιχουργικά καμιά φορά ήταν λίγο ασυνάρτητα, αλλά ποιος νοιάζεται όταν πρόκειται για ποπ στη δεκαετία του ‘80;

Μου είναι, όμως, πολύ πιο εύκολο να επιλέξω ως κορυφαία ζωντανή εκτέλεση εκείνη του The Chauffeur από το "As The Lights Go Down" το 1984. Εκεί όπου ο Simon τραγουδάει πάνω σε κάτι πασάλους και πραγματικά είναι να απορήσει κανείς πώς «χτυπάει» με τόση ακρίβεια την κάθε νότα, ενώ το κεφάλι του κρέμεται χαμηλότερα από τον κορμό του.


Ακολούθησε το 1985 το A View to a Kill, βασικό τραγούδι της ομώνυμης ταινίας του James Bond. Εκτός του ότι μπήκε ευστοχότατα στην ατμόσφαιρα της ταινίας, το A View to a Kill απέδειξε ότι η μπάντα μπορεί να κάνει μουσικά ό,τι μα ό,τι θέλει. Έτσι, ήρθε η αλλαγή πλεύσης το 1986 με το δίσκο Notorious και τη συνεργασία με το Nile Rodgers (ιερό τέρας κατά τη γνώμη μου, ευτυχώς έχει να δώσει πολλά ακόμη στην παγκόσμια μουσική). Πιο funk ήχος (το κομμάτι Notorious είναι πολύ χαρακτηριστικό), που στη χειρότερη περίπτωση σε κάνει να κουνιέσαι ρυθμικά στην καρέκλα σου.

Από κει και πέρα, άρχισαν οι μουσικοί πειραματισμοί. Μετά την funk προσέγγιση, ήρθε η house προσέγγιση με το άλμπουμ Big Think το 1988. Ακολούθησε το 1990 το Liberty (με νέο κιθαρίστα και νέο ντράμερ), που για κάθε γνήσιο «Ντουρανόβιο» δεν ήταν και ό,τι καλύτερο. Ευτυχώς τα πράγματα άλλαξαν λίγο το 1993 με το The Wedding Album, στο οποίο ξεχώρισαν και έμειναν διαχρονικά το Ordinary World και το Come Undone.



Το 1995 κυκλοφόρησε το Thank you, στο οποίο οι Duran διασκεύασαν τραγούδια άλλων καλλιτεχνών. Το συγκεκριμένο άλμπουμ συγκέντρωσε κακές κριτικές και συμπεριλήφθηκε σε διάφορες λίστες με τα χειρότερα άλμπουν όλων των εποχών, ακόμα και χρόνια μετά, όπως το 2006 στη λίστα "The 50 Worst Albums Ever! " του Q Magazine (όπου πήρε την καθόλου τιμητική πρώτη θέση). Βέβαια, η ίδια λίστα είχε στο νούμερο 25 το To the Faithful Departed των Cranberries που εγώ βρίσκω αριστουργηματικό, κάτι που καθιστά τη λίστα αυτομάτως αναξιόπιστη.  Μια χαρά ήταν το Thank you. Και δε νομίζω πως είναι τυχαία η δήλωση του Lou Reed ότι αυτή η διασκευή του Perfect Day είναι η καλύτερη διασκευή που έχει γίνει ποτέ σε δικό του τραγούδι.

Το 1997 ο μπασίστας John Taylor εγκατέλειψε το γκρουπ πριν ολοκληρωθεί το Medazzaland. 16 χρόνια μετά το πρώτο άλμπουμ του συγκροτήματος, όλα έδειχναν πως όδευαν προς οριστική διάλυση. Παρ’όλα αυτά, βγήκε το Medazzaland μόνο στην Ευρώπη (με μόνο 2 από τους αρχικούς 5 των Duran ως συντελεστές, τον Simon και τον ευρηματικό και πολύ μπροστά πάντα από την εποχή του Nick Rhodes). Το μόνο που θυμάμαι  είναι μια γενική απογοήτευση και το Electric Barbarella να σώζει λίγο την κατάσταση.

Ευτυχώς χρειάστηκε μόνο ένας λίγο χειρότερος από το Medazzaland δίσκος για να κλείσει αυτή η μαύρη περίοδος των Duran: το Pop Trash το 2000. Πολύ ταιριαστός τίτλος, δυστυχώς. Ο ίδιος ο Nick Rhodes έχει πει ότι το συγκεκριμένο άλμπουμ ήταν το πιο δύσκολο, υπήρχε έλλειψη έμπνευσης, η απουσία του John ήταν παραπάνω από αισθητή και η δισκογραφική εταιρεία Hollywood Records κάθε άλλο παρά δισκογραφική θύμιζε.



Έτσι, το 2001 η πενταμελής ομάδα επανενώθηκε και στη Νότια Γαλλία (δεν είχαν κι άδικο που διάλεξαν να το κάνουν εκεί). Με νέα δισκογραφική (Epic Records) και ανεβασμένη διάθεση έφτιαξαν έναν ανεβαστικό δίσκο, που κυκλοφόρησε το 2004 με τίτλο Astronaut. Επιτέλους! Το διαχρονικό Reach Up for the Sunrise (που παίζουν πλέον σχεδόν σε κάθε συναυλία τους) και το εξαιρετικό στιχουργικά What happens tomorrow (“Child, dont you worry, its enough youre growing up in such a hurry”) έβαλαν τους Duran ξανά στο παιχνίδι για τα καλά!


Το 2007, το Red Carpet Massacre, με τον Timbaland (!) να συμμετέχει στην παραγωγή και χωρίς τον Andy τελικά, ξαναηχογραφήθηκε ολόκληρο (αρχικά είχαν ηχογραφηθεί 14 τραγούδια με τον Andy στην κιθάρα). Έτσι, ο ήχος άλλαξε και οι Duran μας σύστησαν τον κιθαρίστα Dom Brown, που είναι από τότε σταθερός στις live εμφανίσεις τους. Το Red Carpet Massacre είναι δισκάρα! Το απίστευτα μελωδικό, αλλά και ελαφρώς groovy Falling Down έχει ψαγμένο στίχο και παραγωγό τον Justin Timberlake (ποιος το περίμενε;;;). Επίσης ξεχωρίζει το γλυκό Box Full oHoney που θυμίζει παλιούς καλούς Duran και το Skin Divers με τη σφραγίδα του Timbaland, εκτός των καθιερωμένων των DD

Και φτάνουμε αισίως στο 2011 με το εκπληκτικό All You Need is Now. Η τετράδα έδεσε με τον Brown και έγινε πεντάδα! Το άλμπουμ ακούγεται μονορούφι και καθένα από τα 14 είναι εξαιρετικό. Με δυσκολία ξεχωρίζω (ένα κλικ παραπάνω από τα υπόλοιπα) το Leave a Light On και το Mediterranea, που για μένα είναι στη λίστα με τις 5 καλύτερες μελωδίες σε μπαλάντα, ενώ δεν είναι μπαλάντα στιχουργικά (μιλάει για την ανάγκη των μη Μεσόγειων να έρχονται στη Μεσόγειο και να αντλούν ζωή από τον ήλιο και τη θάλασσα.

Γιατί λοιπόν αγαπώ ακόμα τους Duran Duran; Γιατί είναι παρόντες εδώ και τριάντα τόσα χρόνια; Γιατί έχουν συντροφεύσει και συντροφεύουν διάφορες στιγμές μας; Γιατί από άποψη μουσικής απόδοσης νομίζεις ότι είναι 20-άρηδες (συμπεριλαμβανομένης της φωνάρας του Simon); Για όλα τα παραπάνω, μα και επειδή κάθε χρόνο «βλέπουμε» Eurovision μαζί με το Simon μέσω twitter, συχνά-πυκνά βομβαρδίζουμε με ερωτήσεις τον John όταν αυτός ανακοινώνει ότι κάνει “tweetfest”, απολαμβάνουμε τα βιντεοσκοπημένα μηνύματα του Nick ή παρακολουθούμε με ενδιαφέρον τις φωτογραφίες που ανεβάζει ο Roger στο Facebook. Και ακόμα γιατί «ξεπεράσαμε» παρέα την λαρυγγίτιδα του Simon το 2011, που του επέβαλε αφωνία για καμπόσους μήνες πριν καταφέρει να ξανατραγουδήσει. Είναι απλώς ευφυέστατα παρόντες στην καθημερινότητά μας... 

Μέσα στο 2015 αναμένουμε τον καινούριο τους δίσκο, για τον οποίο συνεργάζονται ξανά με τον Nile Rodgers και για πρώτη φορά με τον πρώην κιθαρίστα των Red Hot Chilli Peppers, John Frusciante. Ανυπομονώ!